τζερεμές

τζερεμές
και ντζερεμές, ο, Ν
1. άδικο πρόστιμο
2. ζημία
3. δίστροπο, ατίθασο άλογο
4. άτομο νωθρό και φυγόπονο, τεμπέλης, παράσιτο, μπελάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cereme «πρόστιμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τζερεμές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. αδικαιολόγητο πρόστιμο ή ζημιά. 2. δύστροπο άλογο. 3. άνθρωπος νωθρός, αχαΐρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”